- πολύδριον
- πολύδριον, τό, Dim. of πόλις, Sch.D.T.p.227 H. (as v.l.), Hsch.A s.v. πολίχνια, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύδριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύδριον — τὸ, Α (υποκορ. τ.) μικρή πόλη, πολίχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. κωμ ύδριον, σχολ ύδριον)] … Dictionary of Greek
πολυδρίων — πολύδριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
πολυδρίωι — πολυδρίῳ , πολύδριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)